- κοινωνιολογισμός
- οακραία κοινωνιολογική τάση που ανάγει την ανθρώπινη φύση και την ανθρώπινη δραστηριότητα αποκλειστικά και μόνο σε κοινωνικούς προσδιορισμούς.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β' συνθετικό της, πρβλ. γαλλ. sociologisme < socio- (που αποδίδεται ως κοινωνιο-*) + -logisme (πρβλ. -λογισμός < -λογίζω < λόγος)].
Dictionary of Greek. 2013.